- Παπουλάκος
- Παρωνύμιο που δόθηκε από τον λαό της Πελοποννήσου σε δύο διαδοχικά δημαγωγούς καλόγερους. Ο πρώτος Π., γνωστός επίσης και ως Ευγένιος ο Αγιοπατέρας, έδρασε κατά τα χρόνια της Επανάστασης στην περιοχή της Αχαΐας και της Ηλείας. Σκηνοθετώντας θαύματα με τη συνεργασία μιας καλογριάς, απέκτησε μεγάλη φήμη ως άγιος και προφήτης και εξίσου μεγάλη περιουσία από τις συνδρομές των αφελών. Μια απόπειρα του Κολοκοτρώνη να του αποσπάσει την περιουσία αυτή υπέρ του Αγώνα απέτυχε. Τελικά το 1826 ο Ιμπραήμ έσφαξε τον Π. κι άρπαξε τον επίμαχο θησαυρό. Πολύ σημαντικότερη ήταν η κίνηση του δεύτερου Π., του μοναχού Χριστόφορου Παναγιωτόπουλου (Άρμπουνα Καλαβρύτων 1785; – Άνδρος 1861). Αγράμματος χασάπης αρχικά, αυτοσχέδιος ιεροκήρυκας αργότερα, ύστερα από μια σοβαρή προσβολή του από τύφο, ο Π. έγινε γρήγορα γνωστός σε ολόκληρη την Πελοπόννησο και απέκτησε τεράστια δημοτικότητα, ιδίως στη Λακωνία και στην Αργολίδα, και επίσης στις Σπέτσες. Λατρευόταν ως άγιος, προφήτης και θαυματουργός. Ο ίδιος άλλωστε φρόντιζε να διανθίζει το απλοϊκό κατά τα άλλα κήρυγμά του με ακατάληπτες –προφητικές, υποτίθεται– φράσεις που εντυπωσίαζαν το ακροατήριο. Ενδεικτικό ήταν επίσης το μένος του εναντίον κάθε νεωτερισμού της εποχής εκείνης (του τηλέγραφου, των ατμόπλοιων, της μόδας κ.ά.), αλλά και κατά της παιδείας, που, όπως έλεγε, οδηγούσε στην αθεΐα. Το 1851, ο Π. ήρθε σε στενότερη επαφή με τη μυστική Εταιρεία των Φιλορθοδόξων, που είχε καταντήσει όργανο της ρωσικής πολιτικής στην Ελλάδα. Από τότε το κήρυγμά του πήρε χαρακτήρα αντιδυναστικό. Πηγή κάθε κακού και αιτία της επικείμενης καταστροφής της χώρας ήταν το βασιλικό ζευγάρι, όχι για άλλο λόγο, αλλά επειδή ο Όθων ήταν καθολικός και η Αμαλία διαμαρτυρόμενη. Τότε μόνο ανησύχησε η πολιτεία και η επίσημη Εκκλησία, που καταδίκασε τον Π. ως κήρυκα «ιδεών τω όντι αντιχριστιανικών και αθέων». Η σύλληψή του όμως από τις τοπικές αρχές, αλλά και από το ειδικό στρατιωτικό σώμα που κατέβηκε στην Πελοπόννησο με επικεφαλής τον Γενναίο Κολοκοτρώνη, ήταν αδύνατη, γιατί ο Π. συνοδευόταν παντού από χιλιάδες αφοσιωμένους οπαδούς του. Μόλις τον Ιούνιο του 1852 κατόρθωσαν να τον συλλάβουν, με παγίδα που του έστησε ένας πρώην φίλος του ιερέας. Ο Π. προφυλακίστηκε στο Ρίο και μετά την καταδίκη του από το Κακουργιοδικείο Αθηνών περιορίστηκε σ’ ένα μοναστήρι της Άνδρου, όπου και πέθανε. Η περίππτωση του Π. δεν είναι απλώς ένα φαινόμενο «ομαδικής υστερίας»· πρέπει να ενταχθεί στον κύκλο των ακραίων συντηρητικών κινημάτων, που κατά τον τελευταίο αιώνα της τουρκοκρατίας αναζωπυρώνονται και αντιδρούν στη διάδοση των νέων ιδεών του Διαφωτισμού και στις εθνικές απελευθερωτικές κινήσεις, και τα οποία με ποικίλες μορφές επιβιώνουν μέχρι τα νεότερα χρόνια.
Dictionary of Greek. 2013.